- ανυπόστροφος
- ἀνυπόστροφος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῡ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» —για τον Κάτω Κόσμο— Ορφ. Ύμν.)2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.